Η πολιτική βία της άκρας δεξιάς έχει μια διαρκή παρουσία στην πορεία της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας. Μια από τις κύριες αιτίες της διαθεσιμότητας αυτής της βίας είναι οι ιστορικές αναφορές στον εμφύλιο πόλεμο.
Μετά την πτώση της δικτατορίας, κατά τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, η ακροδεξιά βία θεωρήθηκε απόηχος του δικτατορικού καθεστώτος και ήταν απονομιμοποιημένη. Ωστόσο, αυτή η κατάσταση υπήρξε προσωρινή, καθώς η εκλογική άνοδος της Χρυσής Αυγής δημιούργησε μια νέα δυναμική. Μέσα σε μια δεκαετία, η Χρυσή Αυγή, μέσω βίαιων πρακτικών, κατάφερε να προσελκύσει ψηφοφόρους που είχαν την ανάγκη να εκφράσουν τα πολιτικά τους παράπονα, τροποποιώντας τον χαρακτήρα της πολιτικής σκηνής.
Η οργανωτική μορφή «κόμμα-κίνημα» που υιοθέτησε η Χρυσή Αυγή έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξή της, ενισχύοντας τη διάχυση της ακροδεξιάς βίας σε όλη την Ελλάδα. Οι ακραίες πρακτικές, όπως οι ομαδικές προπονήσεις και οι νυχτερινές εξορμήσεις, απέκτησαν διαστάσεις κοινωνικοποίησης, διαμορφώνοντας μια κοινότητα με έντονη αίσθηση ανδρισμού και αποδοχής.
Αυτή η βία, αν και αρχικά περιορισμένη, μετατράπηκε σε μια επικίνδυνη υποκουλτούρα που διεκδίκησε πολιτική εκπροσώπηση. Μέσα από τη συμμετοχή της Χρυσής Αυγής στο κοινοβούλιο, προκύπτουν κρίσιμα ερωτήματα σχετικά με τις δυνατότητες της δημοκρατίας να προστατευθεί από τέτοιες προκλήσεις. Η Γ’ Ελληνική Δημοκρατία, με το φιλελεύθερο μοντέλο της, ανοίγει τον διάλογο για το αν θα πρέπει να εξεταστούν μέτρα μηδενικής ανοχής, όπως αυτά που παρατηρούμε σε άλλες χώρες που έχουν βιώσει ναζιστικές εκφράσεις.
Η συζήτηση αυτή έρχεται σε μια εποχή όπου η πολιτική βία, όπως την αντιπροσωπεύει η Χρυσή Αυγή, προκαλεί ανασειρή καταστάσεις στην ελληνική πολιτική κουλτούρα. Σε ένα τοπίο όπου οι φιλελεύθερες αρχές της δημοκρατίας συγκρούονται με αυταρχικές τάσεις, η ανάγκη για μια πιο αποτελεσματική πολιτική απάντηση κρίνεται επιτακτική.
Πηγή: tovima.gr