Η εμφάνιση των ανεξάρτητων διοικητικών αρχών στην Ελλάδα χρονολογείται στα τέλη της δεκαετίας του 1980, με τη δημιουργία του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης. Κομβικής σημασίας στιγμή υπήρξε η συνταγματική κατοχύρωση πέντε αυτών των αρχών το 2001, περιλαμβάνοντας την Αρχή Διασφάλισης Απορρήτου των Επικοινωνιών, την Αρχή Προστασίας Δεδομένων, τον ΑΣΕΠ, το ΕΣΡ και τον Συνήγορο του Πολίτη. Από τότε, τα χρόνια που πέρασαν μας δίνουν τη δυνατότητα να αξιολογήσουμε ψύχραιμα το έργο και τον ρόλο τους.
Ένα από τα κεντρικά ερωτήματα που προκύπτει είναι ο λόγος θεσμοθέτησης αυτών των αρχών. Αυτός σχετίζεται με τις σημαντικές αλλαγές στο κοινοβουλευτικό σύστημα, καθώς η δύναμη του Πρωθυπουργού έχει αυξηθεί και οι αρμοδιότητες του Προεδρου της Δημοκρατίας είναι περιορισμένες. Παρά τη λειτουργία της ανεξάρτητης δικαιοσύνης, αυτή αντιμετωπίζει προκλήσεις, όπως η καθυστέρηση στην εκδίκαση υποθέσεων. Στο πλαίσιο αυτό, οι ανεξάρτητες αρχές καλύπτουν ανάγκες για «θεσμικά αντίβαρα», κυρίως στην προστασία ατομικών δικαιωμάτων.
Αναφορικά με τη λειτουργία τους, η απάντηση είναι θετική. Οι ανεξάρτητες αρχές έχουν αποδείξει ότι μπορούν να επιβάλλουν πρόστιμα σε υπουργεία ή να διαμεσολαβούν ανάμεσα σε πολίτες και διοίκηση, ρόλοι που κανονικά δεν αναλαμβάνονται από δημόσιες υπηρεσίες. Ωστόσο, παρατηρούνται και προβλήματα, όπως η υποστελέχωση που περιορίζει τη λειτουργία τους.
Όσον αφορά τη διαδικασία επιλογής των μελών τους, το ισχύον σύστημα που βασίζεται στη Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής έχει πλεονεκτήματα, όπως η απαιτούμενη συναίνεση μεταξύ πολιτικών δυνάμεων. Παρ’ όλα αυτά, έχει και μειονεκτήματα, περιλαμβάνοντας καθυστερήσεις και έλλειψη δημοσιότητας στη διαδικασία. Ίσως θα μπορούσε να εξεταστεί η επιλογή μελών από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, κατόπιν γνωμοδότησης ενός ευρέος αντιπροσωπευτικού οργάνου.
Συνολικά, οι ανεξάρτητες αρχές έχουν συμβάλει στη λειτουργία του πολιτεύματος και φαίνεται ότι ήρθαν για να παραμείνουν.
Πηγή: tovima.gr.