Ο κατώτατος μισθός θα υπόκειται σε αυτόματη αναπροσαρμογή με βάση τέσσερα κριτήρια, σύμφωνα με την ευρωπαϊκή οδηγία που έχει κυρωθεί από τη χώρα μας. Η επιστημονική επιτροπή που συνέστησε το υπουργείο Εργασίας κατέληξε στο πόρισμα, το οποίο παραδόθηκε στην υπουργό Εργασίας Νίκη Κεραμέως και ακολούθως κοινοποιήθηκε στους κοινωνικούς εταίρους για διάλογο πριν την κατάθεση του νομοσχεδίου στη Βουλή.
Όσον αφορά την αύξηση του κατώτατου μισθού, οι δείκτες που θα ληφθούν υπόψη περιλαμβάνουν την αγοραστική δύναμη των μισθών σε σχέση με το κόστος διαβίωσης, το γενικό επίπεδο και την κατανομή των μισθών, τον ρυθμό αύξησης τους καθώς και τα μακροπρόθεσμα επίπεδα παραγωγικότητας. Η νέα διαδικασία στοχεύει σε μια σταδιακή μετάβαση, με παραδείγματα όπως η Γαλλία.
Η αυτόματη αναπροσαρμογή θ’ υπολογίζεται με βάση ένα συντελεστή, που περιλαμβάνει το ετήσιο ποσοστό μεταβολής του δείκτη τιμών καταναλωτή για τα πιο φτωχά 20% των νοικοκυριών, καθώς και το μισό του αντίστοιχου ποσοστού που αφορά την αγοραστική δύναμη του γενικού δείκτη μισθών. Σε περίπτωση που αυτή η διαδικασία οδηγεί σε μείωση του κατώτατου μισθού ή του ημερομισθίου, δεν θα γίνεται αναπροσαρμογή. Επιπλέον, εάν η οικονομία είναι σε σημαντική ύφεση, η αυτόματη αναπροσαρμογή μπορεί επίσης να μη εφαρμοστεί.
Η εφαρμογή της οδηγίας θα παρακολουθείται από την Επιτροπή της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία θα δέχεται εκθέσεις από τα κράτη μέλη, αναφερόμενες στο ποσοστό κάλυψης των εργαζομένων από συλλογικές διαπραγματεύσεις, στο επίπεδο του νομοθετικά οριζόμενου κατώτατου μισθού και στο ποσοστό των εργαζομένων που καλύπτονται από αυτόν.
Μία από τις σημαντικές πτυχές της οδηγίας είναι η ενίσχυση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, επιδιώκοντας μια κάλυψη 80%. Η κατάσταση στην Ελλάδα είναι ανησυχητική, καθώς το ποσοστό κάλυψης είναι χαμηλό. Για την ενίσχυση των συλλογικών διαπραγματεύσεων στον καθορισμό μισθών θα πρέπει να εκπονηθεί και να επικαιροποιείται σχέδιο δράσης τουλάχιστον κάθε πέντε χρόνια, με τη συμμετοχή των κοινωνικών εταίρων.
Πηγή: tovima.gr